Το ταμπελάκι με το επώνυμο και το πρώτο γράμμα του ονόματος που φορούν οι φαντάροι.

- Μας έδωσαν και τους ρουφιάνους μας, τώρα θα τρώμε καμπάνα σε χρόνο dt.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άνδρας που ανέχεται η επιτρέπει συνειδητά και σιωπηρά η γυναίκα του να εκδίδεται για ανταλλάγματα σε στενό κοινωνικό κύκλο, επωφελούμενος και ο ίδιος απ' αυτά.

- Φυσικά και γνωρίζει τι κάνει η γυναίκα του.
- Κατάλαβα, καλός ρουφιάνος είναι.

Βλ. και ρουφιανόσπιτο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ηλεκτρονικός καταδότης: λογισμικό εργαλείο που χρησιμοποιούν μηχανικοί δικτύων, διαχειριστές συστημάτων, χακερόνια, κρακερόνια κ.ά. γκίκουλες για να καταγράφουν και να αποδελτιώνουν δεδόμενα από δικτυακές και διαδικτυακές επικοινωνίες.

Αγγλικανιστί: sniffer.

- Gia na prolavoume tin anavathmisi tou roufianou pou leei o filos xaniaras KSILONOUME to internet apo to dekti pou mirazei diladi tou ksilonoume to DNS kai to Gateway me apotelesma o sigkekrimenos dektis na min exei internet para na iparxei sto diktio mas mono.
(εδώ)

- Ο «ρουφιάνος» του... Facebook! Η εφαρμογή «Facebook Ρlaces» στο κινητό θα δείχνει πού βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή, προκαλώντας σκεπτικισμό για τη χρήση της αφού θα μπορεί να σε εντοπίζει ο καθένας...
(εκεί)

- Ο «ρουφιάνος» έχει όνομα… Google (παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συμπληρωματικά με τις άλλες σημασίες που καταχωρήθηκαν για το λήμμα, ο ρουφιάνος σημαίνει και το ματάκι της πόρτας του κελιού, το οποίο ο σωφρονιστικός υπάλληλος (δεσμοφύλακας, υβριστ. ανθρωποφύλακας, καρακόλι) μπορεί να χρησιμοποιεί κατά βούληση για να ελέγχει τους κρατουμένους του κελιού. Το ματάκι είναι το όργανό του στην συλλογή πληροφοριών για τον ιδιωτικό (;) χώρο κάποιου ή κάποιων ανθρώπων, εξ ου και ρουφιάνος.

Πηγή: Χρόνης Μίσσιος

- Χαρά στην αισιοδοξία του τον καλλιτέχνη... Έξι μήνες στο κελί μαζί του περάσανε κάπως υποφερτά. Μετά αυτός βγήκε.
- Ζωγράφιζε μέσα;
- Ναι, ναι. Μια φορά θυμάμαι σχεδίασε μια μουνάρα στην μέσα μεριά της πόρτας να μας κλείνει το ένα μάτι και το άλλο ήταν ο ρουφιάνος. Τα καρακόλια δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σκατά αστείο είχε ξαφνικά η μούρη τους όταν μας τσεκάρανε...

Αρκάς, Κακές παρέες. (από patsis, 02/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το μικρό και διακριτικό «δημοσιογραφικό», μαγνητοφωνάκι παλιότερα, voice recorder σήμερα, που χρησιμοποιείται για την καταγραφή στα κρυφά ή και στα φανερά και την τεκμηρίωσή συνομιλιών, συνεντεύξεων, κλπ.

Επαγγελματική αργκό των κοινωνικών επιστημόνων και ερευνητών μάλλον, παρά των ίδιων των δημοσιοκάφρων, καθώς η όχι και τόσο κολακευτική ταύτιση του λειτουργήματος με την κοινή ρουφιανιά ευθύνεται για τον όρο, περισσότερο ίσως από το απλό τεχνικό γεγονός ότι η συσκευή, όπως και ο ρουφιάνος, ακούει, καταγράφει και μετά πάει και τα ξερνάει.

- Μου τα έλεγε πολύ ωραία η κυρία, σε κάποια φάση της λέω «θα μπορούσα να τα καταγράψω αυτά», μου λέει «ναι», βγάζω το ρουφιάνο, και μου αρχίζει αμέσως τα κλισέ και τις μαλακίες...
- Τι περιμένεις από κυράτσες;
- Μπορώ να καταγράψω αυτή σου την άποψη;
- Εεεε, ναι... κοιτάχτε, ο κόσμος φοβάται...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι μιά άγρια παρερμηνευμένη λέξη, που συχνά χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο και μάλιστα από αυτόν τον ίδιο τον Μπαμπινιώτη!

Ο Μπαμπινιώτης λοιπόν, στα χαλαρά και αβλεπί, γράφει ότι ρουφιάνος είναι ο καταδότης, ο προδότης, ο ραδιούργος, ο χαφιές, ο σπιούνος, ο δολοπλόκος, ο συκοφάντης, ο μαστροπός.

Άρτσι μπούρτσι και λουλάς!

Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η εννοιολογική φθορά της λέξης και όχι η πραγματική σημασία της.

Ρίζα της λέξης:
Στην ιταλική, ruffiano λεγόταν αρχικά το ψωράλογο που βάζουν μαζί με την φοράδα την εποχή του οίστρου της. Η φοράδα όμως είναι ζόρικο ον και δεν κάθεται εύκολα. Τις πρώτες μέρες κλωτσάει άσχημα, δαγκώνει και μπορεί να τραυματίσει άσχημα το αρσενικό. Γι' αυτό οι εκτροφείς, θέλοντας να αποφύγουν τυχόν τραυματισμό του καθαρόαιμου επιβήτορα, βάζουν πρώτα μαζί με την φοράδα τον ρουφιάνο. Όταν η φοράδα αρχίσει να «μαλακώνει», τότε βγάζουν τον κακομοίρη τον ρουφιάνο και ρίχνουν μέσα το άτι για τα περαιτέρω.

Πραγματική σημασία της λέξης:
Ρουφιάνος είναι ο αναλώσιμος άνθρωπος που εκτελεί μια ποταπή αποστολή για λογαριασμό άλλου, ώστε να μην εκτεθεί ο εντολέας του. Ο αχυράνθρωπος.

Συνηθέστερες αποστολές του ρουφιάνου είναι:
- η νύξη για σύναψη παράνομης ερωτικής σχέσης χωρίς να εκτεθεί ο εντολέας (βολιδοσκόπηση).
- η έκφραση απειλών, ο εκφοβισμός.
- η προβοκάτσια

Να σημειωθεί ότι μέχρι πριν όχι και τόσα πολλά χρόνια, η λέξη χρησιμοποιείτο με την σωστή έννοια...

Και τώρα μπορώ να το πω: Μπαμπινιώτη σε έσκισα!
Ένα όνειρο ζωής έγινε πραγματικότητα!

  1. - Με μια δεκάρα κάλπικη χίλιους ρουφιάνους βγάζεις. (= αναλώσιμα ανθρωποειδή)

  2. - Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι! (δηλαδή μεταφέρουν τα λόγια των αφεντικών τους)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο στεγάς, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει στέγες, στα Ελληνοαμερικάνικα.
Απο το «roof» (στέγη) και το «φκιάνω».

-Μετά τα τελευταία μπηλοζήρια στάζει το ταβάνι.
-Οκέυ. Θα φωνάξω το ρουφιάνο να το φκιάσει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία