Τα λήμματα lol, λωλ οδηγούν εδώ.

League of Legends. Πρόκειται για ένα παιχνίδι στρατηγικής και ρόλων που παίζεται online και ουδεμία σχέση έχει με το παραπάνω «lol» που αναφέρουμε στο chat όταν γελάμε δυνατά.

- Τι έγινε με τη Βάσω; Το κάνατε επιτέλους;
- Όχι ρε, κωλοτριβότανε αλλά δεν ψηνόμουνα. Άσε που είχα να παίξω και ματσάκι στο lol με την παρέα.

(από HardcoreGR, 20/02/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του αγγλικού «laughing out loud» που σημαίνει «γελάω δυνατά». Η λέξη «lol» χρησιμοποιείται κυρίως στο chat για λόγους συντομογραφίας. Για να το κάνω πενηνταράκια να με νοήσετε, αντί ο συνομιλητής μας να γράψει «Χαχαχαχαχαχα» ή «ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧ» (ακόμα χειρότερα, αν τον άκουσαν οι γειτόνοι) γράφει ένα σκέτο «lol» ή «LOL» αντίστοιχα για χάρη συντομογραφίας. Ενίοτε το lol συνοδεύεται με ένα θαυμαστικό.

Φυσικά υπάρχει και μία μειοψηφία που χρησιμοποιεί το «lol» ακόμα και στον προφορικό λόγο ή σε περιπτώσεις όπου θέλει να γελάσει, αλλά επειδή βαριέται να κλάσει πετάει ένα «lol» και το αντισταθμίζει.

(Στο chat)
- jhasjdhjhgeasdasda
- Τι γράφεις μωρέ;
- Όπα sorry, ανέβηκε η γάτα μου στο πληκτρολόγιο
- LOL!

(Στον προφορικό λόγο)
- Της πήρα δώρο για του Αγίου Βαλεντίνου.
- Και που θα την πας να περάσετε καλά;
- Allou Fun Park.
- Lol ρε μαλάκα.

(από HardcoreGR, 20/02/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γελάστε όλοι δυνατά, αυτή είναι η ακριβής σημασία της λέξης, αν και ενίοτε έχει άλλη σημασία (έλεος) ή χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε ευγενικά: πάλι μαλακία είπες. Ενίοτε συναντάται και ως omg και 3 lol.

  1. – Μαλάκα, με είδε ο ήλιος και άσπρισα. – Λολ μαλάκα, τι λες; (με την σημασία της απορίας ή του «μαλακία είπες»).

  2. – Μαλάκα έπαιζα ντότα και μου την έπεσαν 3 και με σκότωσαν.
    – Λολ μαλάκα (με την σημασία της έκπληξης).

Βλ. και lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles - λόλες, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1337 έκφραση κάποτε. Σήμερα έχει περάσει στο λεξιλόγιο όλων των κάτω των 20 που νομίζουν ότι είναι hackers και βασικά λιώνουν σε chat και myspace ψάχνοντας γκόμενα.

Δημιουργήθηκε από τα αμερικανάκια και προέρχεται από τα αρχικά της φράσης Laughing Out Loud που εξηγούσε κατά την διάρκεια της online συνομιλίας ότι κάποιος γελάει δυνατά (προφανώς). Συναντιέται και ως rotflol (rolling on the floor laughing out loud) κ.ά. αλλά σπανίως στην Ελλάδα.

- Άκου μαχλέπα, προχτές που έψηνα το γκομενάκι από λούτσα στο msn, πέφτει ο σέρβερ στη Νέα Μάκρη και δεν πρόλαβα να πάρω τηλέφωνο!! Κόφα η φάση μαν!
- Λολ!!!
- Της μάνας σου!

Βλ. και LMFAO κ.λπ., lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles, rotf-lol, lolen, λολάρω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία