Καταβάλω χρηματικό ποσό που είναι κατά κανόνα σημαντικό, τσουχτερό η δυσανάλογα μεγάλο για την οικονομική μου δυνατότητα και υπό το καθεστώς μη εναλλακτικής επιλογής.

Επίσης: πλερώνω, ακουμπάω, ρίχνω.

  1. Πήγαμε προχτέ στο καζίνο. Άσε, τα στάξαμε χοντρά.

  2. Για νυχτιά στη Λάουρα πρέπει να τα στάξεις γερά.

  3. Μας έστειλε τον σφίχτερμαν και αναγκαστήκαμε και τα στάξαμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία