Ινδική κάνναβη, φούντα. Συναντάται και στον ενικό χαϊδευτικά ως τουφί, αλλά και στον πληθυντικό ως τούφες ή τουφιά.

- Άστα φίλε! Τώρα με τις φωτιές στην Πελοπόννησο θα πούμε το τουφί τουφάκι...
- Γιατί το λες αυτό ρε Χρηστάρα;
- Ε, τί; Με τόσα μπαφόδεντρα που κάηκαν; Θ' ανέβουν σίγουρα οι τιμές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
iron

τούφα δεν είναι και το μουνί;

#2
jesus

ελπίζω, γιατί η μοναδική λέξη που ήξερα είναι μουνί, αντίθετα με τον πούτσο που υπάρχουν εκατοντάδες. μκτφηκ, ετοιμάζω ατελή λίστα για να μπει στο δημόσιο πρόχειρο κ να επεκτείνεται μέχρι να κριθεί σκόπιμο να καταχωρισθεί.

#3
GATZMAN

O πούτσος μοιάζει με διαρρήκτη.Εχει πολλά ονόματα

#4
aias.ath

Τὸ «μουνὶ» σχετίζεται ἀπόλυτα καὶ διαχρονικὰ μὲ τὴν ἔννοια «τοῦφα», ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν προσφάτως ἀνακαλυφθεῖσα ἐτυμολογία του (μουνί (σγχρ.) < μνίον (μεσ.) < μνοῦς (ἀττ.) < χνοῦς (ἀττ.) < ....), ὑπὸ τὴν προϋπόθεσι νὰ εἶναι natutel, μὲ τὴ φοῦντα του. Σὲ τριχοφοβικὲς μουνοκαταστάσεις εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ βροῦμε ἄλλες λέξεις, πχ βερύκοκο (Ἐμπειρῖκος). Σὲ ἐνδιάμεσες καταστάσεις ὅμως, πχ Brasilian κλπ, θὰ δοκιμασθῇ πράγματι ἡ λεξιπλαστική μας ἱκανότης. Ἐμπρός, σλάγκαρχοι! Ἰδοῦ πεδίον δόξης λαμπρόν.

#5
gaidouragathos

@ζεζού:αδιάβαστο σε πιάνω παλουκάρι μου. Πράμα, γατί, μύδι, λειρί, τονγιγαντοτεράστιο[w=axinos7275#] αχινό [/w] του ημίθεου Βραστα, εξ'ου:
μουνί: κιοκιό, έρημο, καημός, βάσανο, πράμα, αχαΐρευτο, ρημαδιακό, κλειδωνιά, σχιστό, αχινός, πουτί, πουλί, χύστος, νερόμυλος, μύλος, πουτίλι, πουτιλάκι, [w=skantzoxoiros
2007#] σκατζόχοιρος [/w]...Κι όλα αυτά μόνο με δύο λεπτά σερτς στο σλανγκρρρ, πού να πάω δλδ και στην απάνω γειτονίτσα...Άντε γειά...

#6
vikar

Έ, απο τότε που το σχολίασε ο τζίζας έχει σαφώς βελτιωθεί η κατάσταση. Δές και μουνί, του ανθυποτεράστιου.

#7
vikar

Σχολιασμός επαυτού επίσης στο καΐκι.

#8
gaidouragathos

Ψόρυ, Αίας@ ήθελα...