Κομμάτι ή κάτι κομματιασμένο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη κοσκυλμάτια.
Ο άνθρωπος έπεσε απο ψηλά και έγινε κουβάρι και κούσκουλο.
Κομμάτι ή κάτι κομματιασμένο. Προέρχεται από την αρχαία λέξη κοσκυλμάτια.
Ο άνθρωπος έπεσε απο ψηλά και έγινε κουβάρι και κούσκουλο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
0 σχόλια