Κυριολεκτικώς πρόκειται για τον ευνουχισμό ανδρός ή ζώου (ο όρος κυρίως επικρατεί στον ευνουχισμό των αλόγων του ιπποδρόμου, με μια όχι και πολύ ευχάριστη διαδικασία).

Μεταφορικώς η λέξη σημαίνει «κόβω τα φτερά» κάποιου, ή κόβω την μαγκιά / τον αέρα κάποιου. Το ρήμα που προκύπτει από την λέξη είναι το μπουρντίζω.

  1. - Ρε συ, στην αρχαία Αίγυπτο αυτοί που φυλούσανε την Κλεοπάτρα, πώς και δεν της ρίξανε κανένα πούτσο;
    - Γιατί τους κάνανε μπούρντισμα, κι έτσι δεν είχαν περιθώρια για πολλά-πολλά.

  2. - Ρε μαλάκα, σταμάτα να παίζεις όλη μέρα με αυτό το κώλο-όργανο, με έχεις σπάσει τα νεύρα.
    - Αμάν ρε συ, εγώ θέλω να διευρύνω τους μουσικούς μου ορίζοντες και εσύ με μπουρντίζεις..

  3. - Αυτός ο βλάκας όλη μέρα φορτωμένος μες τη μαγκιά είναι, δεν τον αντέχω άλλο.
    - Μέχρι να τον ρίξει κανένας κάνα μπούρντισμα είναι, και μετά θα σου πω εγώ, αρνάκι θα γίνει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
aias.ath

Κυρίως ὅμως λέγεται τὸ «μουνουχίζω» ἢ «μουνουχάω» < εὐνουχίζω < εὐνή = κρεββάτι.
Ὡς βρισιὰ ἀπαντᾶται ὁ εὐνοῦχος ὡς «μουνούχας», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔχει πχ τ' ἀρχίδια νὰ πάῃ νὰ πλακωθῇ στὸ ξῦλο γιὰ νὰ «καθαρίσῃ» ἢ νὰ βρῇ τὸ δίκηο του. «Μπῆτι μουνούχας εἶσαι ρέ, ποὺ σοῦ χερικώσανε τὴ γκόμινα καὶ τὸ κατάπιες σὰ χάπι· οὔστ κόττα λειράτη!»

Ἀπὸ τὴ λέξι «μουνούχας» φεύγει ἡ πρωτογενὴς ἔννοια «εὐνὴν ἔχω» καὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν «μουνὶ ἔχω».