Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.

Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.

Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.

  1. Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!

  2. - Πήγες να δεις τις κότες;
    - Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Ωραία λέξη, δεν την ήξερα.

Βρήκα αυτό στο νέτι:

[I]Αστράχα ή αστρέχα

Η υδρορροή της στέγης.

Κατά τον Ν. Ανδριώτη ετυμολογείται από το αρχαίο όστρακον (= τεμάχιον πηλίνου αγγείου, κεραμιδοκόμματο, κεραμίδι, τούβλο). Κατά παραπλήσιο τρόπο, αστρακιά ονομάζεται στη Χίο το δώμα αντί οστρακιά, ως εστρωμένη μέ όστρακα κεράμεα (βλ. Λεξικόν της καθ’ ημάς Ελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου).

Κατά τον G. Meyer η λέξη έχει διαφορετική προέλευση και συνδέεται με το σλαβικό streha. [/I]

Γενικώς υπάρχουν πολλές αναφορές.

#2
Fotis Nitsiopoulos

την ξέρω ως αστριχιά

#3
GATZMAN

Μουλάρι ο Αστραχάν