1. «τρώω/τρώει κουρείο» : Η μη εκπλήρωση ραντεβού με ψεύτικη και φαιδρή δικαιολογία, κοινώς το «φτύσιμο». Δεν χρησιμοποιείται για επαγγελματική υποχρέωση αλλά για φιλική/γκομενική συνάντηση. Εμπεριέχει απίστευτα επίπεδα βαρεμάρας και αποτελεί τακτική του 99% των αντρών που λένε στη συμβία τους «Αγάπη μου, θ’αργήσω πολύ στη δουλειά, φάε χωρίς εμένα» ενώ στην πραγματικότητα θα πάνε στο καφέ του Μπάμπη του Χοντρού με τον κολλητό τους να δούνε τη μπάλα (μιας κι έχει και Nova).

  2. «κουρείο, το» : Το αντίθετο του Μουσείου. Εκεί δεν βρίσκονται έργα τέχνης χωρίς αξία, αλλά τρίχες κατσαρές από διάσημους άνδρες ολοζώντανους οι οποίοι επιθυμούν να αποβάλουν τις τρίχες τους.
    Το κουρείο (κουρείον στη καθαρεύουσα) είναι ο χώρος συνάντησης των ανδρών, νέων και γέρων. Ενίοτε, ειδικά στα χωριά, αντικαθιστά το καφενείο. Στον χώρο του κουρείου λαμβάνουν χώρα πολύ σημαντικές συζητήσεις, όπως το μέλλον της χώρας, τα οικονομικά, ποδόσφαιρο, πόσο μεγάλωσε το στήθος της έφηβης γειτονοπούλας, ποια πηδήχτηκε (και ίσως και γκαστρώθηκε) από ποιον και τελικά το πόσο μεγάλη την έχεις και πόσες φορές το κάνεις την ημέρα και με ποιο ξέκωλο. Συνεπώς το κουρείο είναι επέκταση της βουλής των Ελλήνων και της βουλής των Λόρδων της Αγγλίας (αν σκεφτείς ότι στα σύγχρονα κουρεία συχνάζουν και γκέι για αποτρίχωση πλάτης και στήθους).

  1. - Θα πάμε ρε για μπύρες το βράδυ; - Ε σου είπα ναι; - Ρε δεν είπες στη Γωγώ ότι θα βγείτε μαζί; - Ε, σιγά. Θα φάει κουρείο.

  2. Πάμε με τον Κώστα στο κουρείο για φραπεδάκι και ανάλυση.

Πηγή 2ης ερμηνείας (τροποποιημένη) : Φρικηπαίδεια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε