Φασαρία, διαπληκτισμός. Αντίστοιχο του κυπριακού μπασαμά.

Έγινε μεγάλη αντράλα χτες στο μπαρ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Είναι Μακεδονίτικο και σημαίνει και αποπληξία-νουσουμπέτι, ζαλούρα π.χ. «μ' ήρθε μια αντράλα» ή «αντραλίστηκα».

#2
Galadriel

«Αντράλα είναι αυτό, αντράλα» - Χάρρυ Κλυν ως Τραμπάκουλας;

#3
allivegp

@ Απόλυτα ορθοί Τίκης και Χότζας, και εάν τοιαύτο σύμπτωμα/αιτίαση δεν υπήρχε, η ζωή μου ήθελε (κατά τη σύνταξη των καλαμαράδων του '21) ήτο βελτιωμένη τα μάλλα.
Όταν μου απευθύνονται με τοιαύτο ενόχλημα (διανθισμένο και με άλλα τοπικά (Χαλκιδικιώτικα;) ιδιώματα π.χ. σταλαχίδα = στενοχώρια, ζνίχια = σβέρκος/αυχένας κ.λπ.), προβαίνω σε έλγχο 4 σημείων για ν΄αποκλείσω ότι δεν πρόκειται για κάτι σοβαρό ή επέιγον:
α) Μέτρηση αρτηριακής πίεσης, προς αποκλεισμό ακραίων αποκλίσεων αυτής
β) Μέτρηση επιπέδου σακχάρου
γ) >> αιματοκρίτη (πιθανή γαστρορραγία κα/ή μέλαινα κένωση) και δ) Διενέργεια ηλεκτροκαρδιογραφήματος, προς αποκλεισμό αρρυθμιών, βραδυκαρδίας κ.λπ.

ΑΝ όλα είναι καλά, όπως συμβαίνει στο 90% των αιτιώμενων «αντράλα», τότε μπορούμε με σχτικά μικρό ρίσκο να το ρίξουμε στο σορολόπ και να αποδώσουμε την «αντράλα» ξερω 'γω στο άγχος, στην πολλή δουλειά που τρώει τον αφέντη, στον λαβύρινθο (όχι του Πάνα αλλά του έσω ωτός=>ίλλιγος-like κατάστα), στον κακό μας τον καιρό, στα ψυχογκομενικά μας, στο Δουνουτού, στο Ελ Νίνιο κ.λπ., κοινώς πετάμε την μπάλα στην εξέδρα, χωρίς να κινδυνεύουμε και πολύ να κάνουμε καμιά μεγάλη πατάτα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος «αντράλα», έχει διαφορετικό νόημα για τον καθένα μας, αφού αναφέρεται σε ένα υποκειμενικό βίωμα που δεν μπορεί να οικουμενικοποιηθεί ή να εξομοιωθεί/προσωμειωθεί/συγκριθεί μεταξύ διαφορετικών ατόμων. Π.χ., ενώ ισχύει για όλους μας (χμ, για όλους; Όχι. Ένα μικρό γαλατικό χωριό αντιστέκεται τώρα και για πάντα...) η συνθήκη ότι καρέκλα είναι ένα έπιπλο με ένα ερεισίνωτο, ένα κωλοκάτσι και 4 πόδια πάνω στο οποίο καθόμαστε, εντούτοις, δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι σε παρόμοια συνθήκη για το τί είναι (σε κοινά, αυστηρά πλαίσια) ίλιγγος, ζάλη, αντράλα, σκοτοδίνη, βρόχος, λιγοθυμιά, αγκούσα, του νέιμ μπατ ε φιού, αφού ο καθένας μας το βιώνει και το περιγράφει διαφορετικά. (Χα! ωραίο αυτό το μπατεφιού, ε; Θα μπορούσε να είναι γλυκό του κουταλιού.)

#4
Galadriel

Είμαι γυναίκα μπατεφιού
και δεν υπολογίζω.