Ο βήχας που προέρχεται από έντονη σωματική δραστηριότητα (γέλιο, εκπνοή δυνατή κ.λπ.). Αδυναμία αναπνοής και πόνος στο λαιμό.
— Άντε ρε παππού φύσα δυνατά να κάνουμε την εξέταση.
— Δεν μπορώ παιδάκι μου, καρκώνομαι.
Ο βήχας που προέρχεται από έντονη σωματική δραστηριότητα (γέλιο, εκπνοή δυνατή κ.λπ.). Αδυναμία αναπνοής και πόνος στο λαιμό.
— Άντε ρε παππού φύσα δυνατά να κάνουμε την εξέταση.
— Δεν μπορώ παιδάκι μου, καρκώνομαι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
5 σχόλια
perkins
Καρκώνονται και στο Αιτωλικό; Μόνο στην Τάφο νόμιζα... Ωραιο το ιδίωμα, εχουμε τα ίδια πανω κατω.
ΑΙΤΟ
Για πες μου η Τάφος που βρίσκεται;
ΑΙΤΟ
Το βρήκα, το Μεγανήσι, υπέροχο νησί.
perkins
Ναί γειά σου! Λέγεται και καρυκώνομαι (μήπως απο το καρύδι- μήλο του Αδάμ;)
Μιτζνούρ
Πολύ μου αρέσει η λέξη, και το σχόλιο του perkins αλλά με πιάσατε αδιάβαστο