Ο βήχας που προέρχεται από έντονη σωματική δραστηριότητα (γέλιο, εκπνοή δυνατή κ.λπ.). Αδυναμία αναπνοής και πόνος στο λαιμό.

— Άντε ρε παππού φύσα δυνατά να κάνουμε την εξέταση.
— Δεν μπορώ παιδάκι μου, καρκώνομαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
perkins

Καρκώνονται και στο Αιτωλικό; Μόνο στην Τάφο νόμιζα... Ωραιο το ιδίωμα, εχουμε τα ίδια πανω κατω.

#2
ΑΙΤΟ

Για πες μου η Τάφος που βρίσκεται;

#3
ΑΙΤΟ

Το βρήκα, το Μεγανήσι, υπέροχο νησί.

#4
perkins

Ναί γειά σου! Λέγεται και καρυκώνομαι (μήπως απο το καρύδι- μήλο του Αδάμ;)

#5
Μιτζνούρ

Πολύ μου αρέσει η λέξη, και το σχόλιο του perkins αλλά με πιάσατε αδιάβαστο