Ψίθυρος, φωνή σε διατύπωση κατ' αποκλεισμό (αρνητικές).

Κυριολεκτικά, «άχνα» είναι το προσωρινό θόλωμα που προκαλείται στον καθρέφτη ή το τζάμι όταν κάποιος εκπνέει πολύ κοντά (χουχουλίζει). Κατ' επέκταση και ο (φορτωμένος υδρατμούς) εκπνεόμενος αέρας, ο οποίος δημιουργεί τον ήχο. Πρβλ. αχνός = υδρατμοί.

Συνων. Μην κάνεις κιχ!

Δεν έβγαλα άχνα / μη βγάλεις άχνα γιατί...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία