Ψίθυρος, φωνή σε διατύπωση κατ' αποκλεισμό (αρνητικές).
Κυριολεκτικά, «άχνα» είναι το προσωρινό θόλωμα που προκαλείται στον καθρέφτη ή το τζάμι όταν κάποιος εκπνέει πολύ κοντά (χουχουλίζει). Κατ' επέκταση και ο (φορτωμένος υδρατμούς) εκπνεόμενος αέρας, ο οποίος δημιουργεί τον ήχο. Πρβλ. αχνός = υδρατμοί.
Συνων. Μην κάνεις κιχ!
Δεν έβγαλα άχνα / μη βγάλεις άχνα γιατί...
0 σχόλια