Κρεβάτι, το μέρος όπου κοιμάται κάποιος.

Από το τουρκικό yatak, που σημαίνει κρεβάτι, άντρο, λημέρι.

Ο σκύλος βρήκε το γιατάκι του λαγού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Galadriel

Επάνω στο γιατάκι μου φίδι νωθρό κοιμάται...

#2
PUNKELISD

«-Τάκη, Αντωνόπουλε, Κώστα, Γατάκη, ακούστε πως έχει η μοιρασιά: η βιβλιοθήκη είναι για Αντωνόπουλο, η καρέκλα για Κώστα, το τραπέζι για Γατάκη, το γιατάκι για Τάκη.»