Όρος που χρησιμοποιείται στη Λακωνία και δη στη Σπάρτη. Ταυτίζεται με την λέξη νερόλακκος.

Αρχικά, λούμπα ονομάζονταν ένας τύπου «λάκκος» που είχαν τα συνεργεία αυτοκινήτων, πριν της διάδοσης των υδραυλικών ανυψωτήρων, ώστε να μπαίνει μέσα ο μάστορας και να αλλάζει τα λάδια του αυτοκινήτου. Με αυτή της τη μορφή, η λούμπα ήταν δάνειο από το αγγλικό lube bay. Στη περιοχή της Λακωνίας όμως η λέξη διευρύνθηκε και έφτασε να σημαίνει τον λάκκο με νερά, και δη το κοίλωμα στο έδαφος που σωρεύει μέσα του το νερό της βροχής.

Σπαρτιάτης: Ο αναδεξιμιός δεν με πήρε σήμερα να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου, η μπουζοπούλα που είχαμε πάρει χθες στο πανηγύρι με πείραξε στο στομάχι και καθώς γυρνούσα, σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα σε μια λούμπα.
Μη Σπαρτιάτης: Σοβαρά, πες μου τι πίνεις, θέλω και γω λίγο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Η λούμπα είναι επίσης πανελλήνια λέξη, και σίγουρα δέν προέρχεται απ' τ' αγγλικά, αλβανική ειναι, τα λεξικά συμφωνούν.

Πάντως να πώ οτι στα βόρεια δέν θυμάμαι να την έχω ακούσει κυριολεκτικά, παρα μόνο στη φράση πέφτω σε/στη λούμπα.

#2
vikar

Τώρα που τα ξαναβλέπω, έχει ενδιαφέρον οτι ο Τριαντά δίνει μόνο τη φράση πέφτω στη λούμπα, ενώ ο Μπαμπινί τη δίνει και κυριολεκτικά. Γιά δές...

#3
vikar

Και για να κάνωτο χάτ-τρίκ, να πούμε οτι ακούγεται και η φράση μπαίνω σε λούμπα (με επίδραση μάλλον του μπαίνω σε λούκι). Πιχί:

εγω , ουτε ανεφερα οτι πηρα την καλυτερη μοτο ουτε μπηκα σε λουμπα οτι μου πλασαρανε την καλυτερη μοτο (απο εδώ)