Αντιστέκομαι, μουλαρώνω. Κρητικό.
Αντισκαρώνει η καρδιά και δεν το βάνει κάτω,
κρασί τσι κάνει τσι καημούς και λέει άσπρο πάτο
Αντιστέκομαι, μουλαρώνω. Κρητικό.
Αντισκαρώνει η καρδιά και δεν το βάνει κάτω,
κρασί τσι κάνει τσι καημούς και λέει άσπρο πάτο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
0 σχόλια