Η ευκοίλια στο πιο διασκεδαστικό, η διάρροια όπου το τσιρλί παίρνει πρωτοβουλία και ξεχύνεται ακράτητο κατά κάτου μεριά, οπότε και του συμβαίνει καλλιτεχνία και ψηφιδωτεί (ψηφιδωτώ, ψηφιδωτείς-ψηφιδωτεί και τούμπαλιν στον πληθυντικό) το σώβρακο, οπότε πάτε βρέτε το αντίστοιχο λήμμα.

«Πήγαμε στου Παναγιώτη για να πατήσουμε σταφύλια και ήπια οχτώ ποτήρια σταφυλόζουμο που έλεγε ο διαιτολόγος πως κάνει καλό και μ΄έπιασε μια γλεντοκώλα...» (αληθινό περιστατικό όπου ο γράφων τελείωσε τα άπαντα του Παπαδιαμάντη στην τουαλέτα του φιλοξενούντος σταφυλοκαλλιεργητού).

Άλλο αληθινο περιστατικό σε φίλο κτηνίατρο: «Μού 'φερε το κωλόσκυλο σακατεμένο από τις πάστες που πάει και το ταΐζει η μαλάκω και τόπιασε η γλεντοκώλα επάνω στο τραπέζι (των επεμβάσεων το ανοξείδωτο) και μ΄έκανε σύχριστο!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Τείπες τώρα ρε φίλε! Εγώ τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη τα παίρνω για χεστικό στη δυσκοίλια.

#2
Khan

Και μια και είμαστε σε λογοτεχνικά χωράφια, να πούμε ότι η έκφραση έχει απαθανατισθεί από το Νίκο Καρούζο στο ποίημα «Νεολιθική νύχτα στην Κροστάνδη»:
«- Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα. - Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα» (δες).