Άνω-κάτω, γυαλιά-καρφιά.

Μπουκάρανε οι μπράβοι μέσα στο μαγαζί και τα κάνανε λίμπα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
patsis

Ο Τριανταφυλλίδης λέει:

λίμπα [límba & líba] (άκλ.) : κυρίως στη ΦP τα κάνω ~, προξενώ πολύ μεγάλη καταστροφή, αναστάτωση: Πάνω στο μεθύσι του τα έκανε όλα ~· ΣYN ΦP γυαλιά καρφιά. [αντδ. < ιταλ. (νότ. διάλ.) limba μεγάλη λακκούβα΄ (και παλιά ελλην. σημ.) &lt; υστλατ. lembusμικρό, γρήγορο ιστιοφόρο΄ < αρχ. λέμβος].

Ίσως, δηλαδή πρόκειται για μια εικόνα που θυμίζει κρατήρα έκρηξης (μεγάλη λακκούβα).

#2
dryhammer

Στα βαπορίσια, υπάρχει ο όρος ξελιμπάρω που σημαίνει ολοκληρώνω την φόρτωση ή εκφόρτωση, κλείνω τα αμπάρια και αποπλέω. Με οδηγεί στην εκδοχή του λάκκου, κάτι σαν ξεκολλάω, βγαίνω από το τέλμα και κινούμαι πάλι ελεύθερα.

#3
vanias

"(...)Στην Πελοπόννησο πάντως το "ξεθερμίζω" χρησιμοποιείται με περισσότερη λογική κι αφορά στη διαδικασία υποβοήθησης εξαγωγής του ελαιολάδου από τον πολτό της ελιάς που σχηματίζετο. Ο εν λόγω τοποθετείτο σε πανιά, ανυψώνετο και στη συνέχεια καταβρεχόταν με αχνιστό νερό(ξεθερμιζόταν) για να βγάλει όλο το λάδι, το οποίο μείγμα λαδιού-νερού κατέληγε σε πέτρινη -συνήθως- λίμπα (δεξαμενή -κι εξού βγαίνει και το "γίναν όλα λίμπα") όπου λόγω ειδικού βάρους ήταν σχετικά εύκολο να διαχωριστούν."

σχόλιο αποδωπά