Χτύπημα, κυρίως στο κεφάλι / πρόσωπο, συνήθως με τη βοήθεια αντικειμένου που παραπέμπει στη ματσόλα (είδος ξύλινου σφυριού).

Το χτύπημα δε διακρίνεται από καμία τεχνική, αντιθέτως μάλιστα, χαρακτηρίζεται από αγαρμποσύνη. Το ταβερνόξυλο είναι είδος ξύλου κατά το οποίο πέφτουν πολλές ματσολιές.

Ρίχνω μια καρατιά σε μια καρέκλα που είχε εκεί δίπλα και την κάνω κομμάτια. Βουτάω το ένα πόδι και τον αρχίζω σε κάτι ματσολιές, μέχρι που το πόδι έγινε σαν αγγλικό ερωτηματικό απ' το κεφάλι του...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία