Τρέλα, αλλοφροσύνη. Εκ του συνηρημένου λαλάω - λαλώ, ήτοι τρελαίνομαι, τα παίζω. Ένα σκαλί πριν το σύστριγγλο.
Σήμερα όλη μέρα με πάνε γαμιώντας, δεν αντέχω άλλο, με έπιασε λαλίαση.
Τρέλα, αλλοφροσύνη. Εκ του συνηρημένου λαλάω - λαλώ, ήτοι τρελαίνομαι, τα παίζω. Ένα σκαλί πριν το σύστριγγλο.
Σήμερα όλη μέρα με πάνε γαμιώντας, δεν αντέχω άλλο, με έπιασε λαλίαση.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
0 σχόλια