Τσιμπάω, τρυπάω. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πιο οξεία αίσθηση του τσιμπήματος, από βελόνι ή μάλλινο ρούχο.

Μεταφορικά: παρακινώ.

  1. - Δεν σε τζουνάει αυτή η μπλούζα; μάλλινο με τέτοιον ζεστό καιρό...
    - Α, εγώ είμαι ευχαριστημένη μόνο με τους 40οC!

  2. - Ρε μαμά, τζούνα τον Αντώνη να βρει καμία δουλειά, και μας έχει ζαλίσει τα αρχίδια όλη μέρα μες στο σπίτι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Να μην χαλάσω τη ζαχαρένια μου, να μην στεναχωρεθώ. Το ρήμα αναφέρεται σε καλομαθημένα συνήθως παιδιά ή συζύγους που οι δικοί τους συμπεριφέρονται υπερπροστατευτικά, ώστε να μην χαλαστούν με την καμία.

- Γυναίκα, γιατί πήρες καινούρια παιχνίδια πάλι στο παιδί; Αφού έχουμε ξεμείνει αυτό το μήνα.
- Αφού φώναζε και σκουλήκιαζε έξω από τα Jumbo, τι να κάνω η χριστιανή...
- Ναι, εσύ το ίδιο βιολί, μην τυχόν και τσατσαθεί ο γιόκας σου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διαλέγω κάτι με μεγάλη λεπτομέρεια, δίνοντας τόση σημασία ωσάν να επέλεγα γαμπρό. Λέγεται στη Λάρισα.

- Το πιάνο μας, παρότι δεν είναι κάποια γνωστή μάρκα, το γαμπροδιάλεξε ο πατέρας σας. Έχει τον ήχο ενός kawai και το έπιπλο είναι εξαιρετικής ποιότητας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ατημέλητος, ο σβαρνιάρης, αυτός που δεν δίνει σημασία στην εξωτερική του εμφάνιση. Λαρισαϊκή λέξη.

Σημασία πρέπει να δώσουμε στην προφορά της λέξης: το σ με sh και το ι σχεδόν δεν ακούγεται, καθώς λέγεται ενοποιημένο με το α.

- Α, ρε σιάτρα! Βάλε παιδάκι μου τη φανέλα σου μέσα από το παντελόνι, να γίνεις άνθρωπος...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φοράω τα καινούρια μου ρούχα με ανυπομονησία, αμέσως μόλις τα πάρω, χωρίς να κόψω καν την ετικέτα. Συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά που πήραν το δώρο της νονάς και λέγεται στη Λάρισα.

- Τη ρόκωσες την καινούρια σου μπλούζα ακόμα δεν την πήρες; Δεν πρόλαβα καν να στην πλύνω και να τη σιδερώσω βρε παιδάκι μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη Λάρισα, τσαγκαρσούλι είναι ένα αιχμηρό εργαλείο του τσαγκάρη με το οποίο ανοίγει τις τρύπες στα δέρματα για να περάσει την κλωστή που θα ραφτεί.

Συνεκδοχικά χρησιμοποιείται για να να δηλώσει τα μικρά εργαλεία ή γενικά τα μικροπράγματα.

- Φέρε μου δίπλα απ' τη ραπτομηχανή το κουτί με τα τσαγκαρσούλια, κόρη μου.
- Τί θες γιαγιά, να στο φέρω κατευθείαν να μην κουράζεσαι.
- Το ξηλωτήρι και τη δαχτυλήθρα παιδάκι μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

α) Έχω το ψώνιο, έχω την τρέλα με κάτι που ασχολούμαι.
β) Έχω την προδιάθεση.

  1. - Όλοι το περίμεναν να γίνει ηθοποιός η Μαιρούλα. Εμ, την είχε τη μέντα από μικρή, δεν είχε αφήσει παράσταση για παράσταση που να μην παίξει στο δημοτικό.

  2. - Ο Πάνος μου είπε ότι στο στρατό έγινε γκέι, που είχε έλλειψη από γκόμενες. - Ναι, καλά, άμα ήταν έτσι όλοι θα γίνονταν. Αυτός την είχε τη μέντα από πριν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

α) Σπιρουνίζω το άλογο.
β) Βάζω μπρος τη μηχανή, ανάβω τη μίζα.

Προέρχεται από το τσακμάκι (αναπτήρα που βγάζει σπίθα από τσακμακόπετρα και ίσκα=φιτίλι).

Ραψανιώτικη έκφραση.

  1. - Τσακμάκωσε το μ'λαρ' να φτάσ'με σ(sh)ια κατ'!
  2. - ...και τσακμάκωνε που λες ο Κώτσος το αυτοκίνητο, αλλά πού να πάρει μπρος, δεν είχε βάλει βενζίνη ο μαλάκας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πολύ λεπτό, αέρινο ρούχο, που προσιδιάζει σε καλοκαιρινή ενδυμασία.

Λαρισαϊκή έκφραση που παραπέμπει ίσως ακουστικά στο τσίτσιδος.

- Πού πας παιδούλι μ' Γενάρη μήνα με το τσιτσιπλί; Θα μου αρρωστήσεις...
- Άσε με ρε μάνα με τις υστερίες σου πια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιρρηματικός προσδιορισμός που δηλώνει την αδυναμία κάποιου, μεγάλου συχνά σε ηλικία ανθρώπου, να περπατήσει. Η παραγωγή του παραπέμπει στο κούτσα κούτσα, με διπλασιασμό της καταληκτικής συλλαβής και μετατροπή του ψιλού συμφώνου κ σε γκ για εμφαντικούς λόγους.

Συνώνυμο: κουτσαίνοντας.

- Και καθώς πήγαινε, γκούτσατσα γκούτσατσα η γριά στην εκκλησία, παραπατάει και... πάρ' την κάτω!
- Εμ, ο γέρος ή από πέσιμο θα πάει ή από χέσιμο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία