Παρατηρώ κάποιον, κυρ. από μακρυά, τσεκάρω, κοιτάω με προσοχή.
Κιαλάραμε τις γκόμενες από απόσταση.
Παρατηρώ κάποιον, κυρ. από μακρυά, τσεκάρω, κοιτάω με προσοχή.
Κιαλάραμε τις γκόμενες από απόσταση.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Χαρακτηρισμός πίπας κατά την οποία μετά την εκσπερμάτιση το γλείψιμο συνεχίζεται.
Του πήρα (/έκανα) μία ρουφοκαυλέτα... Με παρακάλαγε να σταματήσω!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παθαίνω πλάκα.
Έχω κοπεί, κόπηκα.
- Κόπηκα στα γέλια! Μαλάκα, έχω κοπεί, τι μου λες τώρα;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!