Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Και «τσούρο». Το λένε και για τον μπάφο. Δε γνωρίζω από πού προέρχεται, λογικά από το τσιγάρο χωρίς το «γα». Για να μην σε παίρνει πρέφα ο κόσμος το λες και έτσι, ή τσούρο.

- Θα πιω μετά.
- Έλα ρε! Έχεις τσίρο σπίτι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω μπάφο.

  1. Πλησιάζει ο τυπάς στο περίπτερο (σ.ς. : τότε ήταν μόδα τα αυτοκόλλητα Πόκεμον) και λέει στον περιπτερά:
    - Μάγκα, έχεις χαρτάκια;
    - Πόκεμον;
    - Τι Πόκεμον; Να πιούμε θέλουμε, να πιούμε...(ενώ ταυτοχρόνως χτυπούσε παραστατικότατα την ανάποδη του ενός χεριού στην παλάμη του άλλου)
    (σ.ς. περιστατικό που συνέβη περί το 2001-2002)

  2. - Που έχει χαθεί ο Γιάννης ρε;
    - Άστα! Έχει έρθει ένας ξάδερφος του από Πύργο και έχουν κλειστεί στο σπίτι και όλη μέρα την πίνουνε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση χρησιμοποιείται για να τονίσει την επίδραση μιας ουσίας στην νοητική κατάσταση του ομιλούντα. Είναι συνώνυμο του την άκουσα, μόνο που εδώ χρησιμοποιείται για γενικότερο αποτέλεσμα ανεξάρτητα από θετική ή αρνητική σημασία.

  1. - Συγκεντρώσου λίγο στο παιχνίδι ρε, χάνουμε. - Άσε, μου την είπανε οι μπύρες και είμαι ζαβλακωμένος τώρα.

  2. - Τι έχει ο Σωτήρης; - Του την είπε ο μπάφος...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το υπερβολικό άκουσμα από φούντα. Συνήθως η ευφορία από το μαύρο μετατρέπεται σε άσχημη κατάσταση.

Μετά από μία μπαφοκατάσταση σε ένα μπαφόσπιτο ενός φίλου έχοντας πιει άγνωστη ποσότητα καλής φούντας (καλαματιανό, πυργιώτικο, skunk, κ.α.) ένας από την παρέα σκαλωμένος με το μωσαϊκό στο πάτωμα ξερνάει επί τρία λεπτά ασταμάτητα και μετά δεν μπορεί να κουνήσει ούτε το βλέφαρο του. Εκείνη τη στιγμή λέμε ότι ο φίλος είχε πάθει μπακακάου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.

-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.

-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην αργκό των χασικλήδων, δηλώνει ότι αυτός που έστριψε το γάρο είναι ο ίδιος που θα το σκάσει (ανάψει).

- Ποιος το σκάει;
- Στρίφτης σκάστης είπαμε...

Σε άλλες γλώσσες: wer baut, der haut (γερμανικά).

Χασισοσοφία: να γυρίζει, στρίφτης σκάστης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη μια λέξη για να περιγράψεις έναν χασικλή. Η λέξη, αυτή, προέρχεται από κακή μετάφραση της ξενικής "stoner".

-Ρε μαλάκα, ο Μπάμπης καπνίζει 10 pureάκια την ημέρα να πούμε!Για βασιλιάς των πετρατζήδων το πάει...

-Άσε ρε, ο Μάριος πιο κατάλληλος υποψήφιος είναι για αυτή τη θέση...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη λέξη για τον μπάφο, τσιγάρο το οποίο καπνίζεται και ανήκει στα ελαφριά ναρκωτικά. Αποτελείται από κανονικό καπνό για στρίψιμο ενός απλού καθημερινού τσιγάρου και κάνναβη.

Μαλάκα μου ο Μαυρακάκης ήταν τέρμα κλασμένος στην πενταήμερη... Είχα μπει στο δωμάτιο του και πρέπει να 'χε πιει καμιά 10αριά μπίτσια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός που υποδηλώνει δυσαρέσκεια απέναντι σε μπαφοτσίγαρο το οποίο έχει στριφτεί με χοντρό χαρτί (βλ. Rizla κόκκινο, λευκο) αντί του συνηθισμένου λεπτού (βλ. Rizla ασημί).

- Τι είναι αυτό ρε; Με Α4 έστριψες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για ποικιλία μαλακού ψημένου μαυρακίου με προέλευση συνήθως το Αφγανιστάν. Αγοράζοντάς το ενισχύετε τον αγώνα των χασασίνων.

- Ξένες συμμορίες πήραν το πάνω χέρι στον «πόλεμο» που μαίνεται στις πλατείες της Αττικής για τον έλεγχο της αγοράς των ναρκωτικών. Αλβανοί, κατά πρώτο λόγο, αλλά και -τελευταία- Νιγηριανοί και Πακιστανοί (που εισάγουν στη χώρα μας το αφγανικό χασίς, που είναι γνωστό στις πιάτσες με την επωνυμία «πλαστελίνη») ξαναμοιράζουν τις «περιοχές ευθύνης», τις περισσότερες φορές όχι αναίμακτα.
(εδώ)

- ...το χασίς. Επίσης γνωστό ως τσοκό, τσοκάδι, πλαστελίνη, κουράδι.
(εκεί)

- Το μαύρο που σου είπε ο Φούντας (το ψημένο δηλαδή) είναι το επεξεργασμένο. Παρασκευάζεται με κοσκίνισμα. Μούφα γενικά και οι πλαστελίνες (τα μαλακά ψημένα) μούφα γενικότερα. (παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία