Επιπλέον ετικέτες

Συνάθροιση κλανιάρηδων.

-Αμάν ρε μαλάκες, κλανοπάζαρο το κάνατε! Ανοίχτε κάνα παράθυρο τουλάχιστον!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τουριστικό νησί (ελληνικό ή μη) με χάλια τουρίστες.

- Το κέρατό μου μέσα, πού μ' έφερες εδώ με τους τελειωμένους; Βλαχονησίδα το μέρος, κανονικά.

Πατριωτισμός και έρωτας (από Khan, 13/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γνωστή και σαν μουνοθύελλα και θεομουνία...

Καλά, χθες το βράδυ χτυπήσαμε βόλτα με το Βαγγέλη σε ένα άπαιχτο μαγαζί... σκέτη μουνοπλαγιά σου λέω!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραλλαγή του ονόματος γνωστού χωριού της Κρήτης η οποία παραπέμπει στη διαρκή ασχολία των κατοίκων του να σχολιάζουν αλλά πάνω απ' όλα να γνωρίζουν τα πάντα, όπως και γνωστή και δημοφιλής παρουσιάστρια.

-Πού θα πας να ηρεμήσεις μετά το χωρισμό σου; -Θέλω να πάω στο τατιανοχώρι αλλά θα το ξέρουν ήδη, οπότε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του αρχιδόκαμπος.

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Τι λέει το πάρτυ;
- Άστα, πουτσοχώραφο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λακκούβες γεμάτες νερό στους αθηναϊκούς δρόμους οι οποίες μπορεί και να αποτελούν πύλες εισόδου στα έγκατα του Άδη, οπότε καλό είναι να τις παρακάμπτετε και όχι να πατάτε μέσα τους.

- Κι έπεσε ο κακομοίρης με το αυτοκίνητο σ'ένα λακκουβάραθρο... ούτε η Νικολούλη δεν τον βρίσκει...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, που σερβίρει ιδιαίτερα αμφισβητούμενης ποιότητας αλκοόλ. Την επόμενη μέρα δεν προλαβαίνεις να δεις το χάρο με τα μάτια σου, γιατί ξυπνάς τυφλός.

Μη μιλάς δυνατά... Πήγαμε χθες σ'ένα χαροστάσιο... και τώρα είμαι χάλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαγαζί στο οποίο θα βρείτε πληθώρα ετερόκλητων ειδών, όπως βίδες, μπουλόνια, βενζίνη, υλικά οικοδομών, φωτοβολίδες, τρόφιμα κ.α.

- Στο τέλος η Άννα ρώτησε τον μαγαζάτορα πού είναι οι σερβιέτες, γιατί σ' αυτό το μπαχάλικο δεν έβρισκε τίποτα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέρος όπου συχνάζουν πολλά βάζα (για γυναίκες).

Βγαίνει από το μπαζοφωλιά αλλά περιγράφει ακόμα χειρότερη κατάσταση.

Ρε Κώστα, πάμε σήμερα Mall;
– Τι λες ρε, πάλι στη βαζοφωλιά θα πάμε; Εκεί ούτε γαρίδες δεν έχει.

Βλ. και μπάζο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο: κωλομπαρία.

- πω πω! πήγαμε χθες βραδυ σε ένα μαγαζί σκέτη κωλομπαρία

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία