τζιτζής, τζιτζού
Υπερβολικά φιλάρεσκη και λίγο κακόγουστη και "φτηνιάρικη" γυναίκα.
Αυτή όλη μέρα ντύνεται και στολίζεται: Πολύ τζιτζού!
Υπερβολικά φιλάρεσκη και λίγο κακόγουστη και "φτηνιάρικη" γυναίκα.
Αυτή όλη μέρα ντύνεται και στολίζεται: Πολύ τζιτζού!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!