Χρησιμοποιείται στη θέση του κωλομετράω.
Όταν κάτι ή κάποιος μετράει πολύ άσχημα.
- Μαλάκα δες γυαλάκι ... κωλομετράει!
- Πσσς .. κωλοένα κωλοδύο κωλοτρία ... (+άπειρο)
Χρησιμοποιείται στη θέση του κωλομετράω.
Όταν κάτι ή κάποιος μετράει πολύ άσχημα.
- Μαλάκα δες γυαλάκι ... κωλομετράει!
- Πσσς .. κωλοένα κωλοδύο κωλοτρία ... (+άπειρο)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!