πηδοβολάω, -ιέμαι: Εμφατικό θαμιστικό του «πηδάω, πηδιέμαι». Δηλώνει διάρκεια και συχνότητα της πράξης. Σχηματίζεται σε σύνθεση με το βολάω-βολιέμαι < βόλος < βάλλω, όπως σε πολλές άλλες λέξεις, λ.χ.: οπλοπολυβόλο, πολυβόλο, μυδραλιοβόλο, φυλλοβόλος, ακτινοβόλος, ιοβόλος, κεραυνοβόλος, κερατοβόλος (σλανγκιστί), γεννοβολάω κ.ο.κ. Απλώς, το «πηδοβολάω» δεν υπάρχει στα Λεξικά, και γι΄αυτό θεώρησα γλωσσολογικό καθήκον μου να το καταχωρίσω. Σημειωτέον ότι χρησιμοποιείται συνηθέστερα ο παθητικός τύπος «πηδοβολιέμαι» ακόμη και γι' αυτόν που έχει τον «ενεργητικό» ρόλο.

Πώς να μην κολλήσει AIDS ο John Holmes, αφού πηδοβολιόταν με χιλιάδες πορνοστάρ και μάλιστα χωρίς προφύλαξη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία