(Mακεδονία) ρήμα: κάνω σκιά // τρομάζω, ξαφνιάζω κάποιον.
1. Tον έβαξα την κροτίδα και σκιάχτηκε.
2. Ήταν κρυμμένος ο καργιόλης και με το που πετάχτηκε μπροστά μου μεσ'τα σκοτάδια μ' έσκιαξε.
(Mακεδονία) ρήμα: κάνω σκιά // τρομάζω, ξαφνιάζω κάποιον.
1. Tον έβαξα την κροτίδα και σκιάχτηκε.
2. Ήταν κρυμμένος ο καργιόλης και με το που πετάχτηκε μπροστά μου μεσ'τα σκοτάδια μ' έσκιαξε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία