Λέγεται μεταφορικά για τον παροπλισμένο εραστή, ένεκα ηλικίας ή μαλακίας (που μπορεί και να είναι καλή αναλόγως της ηλικίας, κατά το δημώδες) και του οποίου αι ορμαί (αναγκαστικώς) καθεύδουσιν. Ιδίως για τον τελευταίο, η μαλακία του συνίσταται, είτε στο γεγονός οτι τυγχάνει παπάρας, είτε εκ νόσου (π.χ. χαντούμης).

Είναι ο «δε γαμώ», δηλαδή, που συνήθως αντικαθιστά το σέξ με ψάρεμα. Συνειρμικώς, συνδέεται με τους παλαιμάχους ποδοσφαιριστάς, που κατά την δύσιν της καριέρας των, κρεμούν τα παπούτσια ή τη φανέλα των.

Προέρχεται απο τας φιλοτίμους οικοκυράς, αι οποίαι (στοι)βάζανε την άνοιξη τα μάλλινα και τα εν γένει χειμωνιάτικα στο γιούκο (= στοίβα χειμερινών ή θερινών ρούχων στο σπίτι, με κάλυμμα απο πάνω, που φαίνεται απο μακριά σαν σκεπασμένο έπιπλο). Τώρα τα βάζουν στο πατάρι με ναθφαλίνη.

Η αναφορά εις τους όρχεις δεν είναι τυχαία, δεδομένου του τριχωτού της επιδερμίδας των, όθεν η ανάγκη όπως φυλαχθούν εν αχρησία, στη ναφθαλίνη, μη και τσου φάη ο σκώρος. Βέβαια, υπάρχουν και οι πούτσες μάλλινες (=μαλακίες που λέγει τις αστόχαστος) αλλά και η μάλλινη τσουτσοθήκη, (αγγλιστί: codpiece / crotch = πεοφυλάκτρα / καβάλος), προκειμένου να μην κρυολογήσει μια ευαίσθητος τσουτσούνα.

Parole αυτά, υφίσταται έκφρασις αντίστοιχος ειδικώς διά τας πούτσας: Έχει κρεμάσει τον πούτσο του στο κελλάρι (μαζί με τα λουκάνικα).

-Τίιιιι έγινε παππούλη ; Καλά ;
-Τί καλά και τρίκαλα, έχω βάλει τ' αρχίδια μου στο γιούκο μαζί με τα μάλλινα, άστα να πάν' στο διάολο. Δεν είμαι παππούς εγώ πιά, λύκος είμαι.
-Τί λύκος ρε παππούλη ;
-Ξέρεις απο πότε έχω να γαμήσω ;
-Απο πότε ;
-Ουουουουουουου ...

Ο Ρώσος ακτιβιστής street artist Pyotr Pavlenski που κρέμασε τους όρχεις του στην Κόκκινη Πλατεία για να διαμαρτυρηθεί για τον αυταρχισμό του καθεστώτος Πούτιν. (από Khan, 16/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία