Κατάσταση που τείνει να γίνει θρησκεία για τον πάσχοντα.

Προδίδει υπέρ - μακροχρόνια αγαμία σε διάστημα τέτοιο, ώστε η τελευταία ερωτική συνεύρεση να χάνεται στο βάθος του χρόνου.

Ο αγάμιος (θρησκευτικοποίηση του αγάμητου) έχει πλέον αποφασίσει την αγαμία του, την υποστηρίζει και από πρόβλημα την έχει αναγάγει σε τρόπο ζωής. Θεωρεί πλέον προβληματικούς αυτούς που ζουν μια φυσιολογική κατ’ άλλους ζωή και βρίσκεται με το ένα πόδι στον Άθω.

-Την αγαμοσύνη μου μέσα

(για άλλους, το χ..... μου)

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Ακόμη: αγαμία, αγαμησιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία