Το κορόιδο, ο κακομοίρης, ο καμένος.

Προέρχεται από το τουρκικό gheriz, που σημαίνει «αφελής, ιδανικό θύμα απάτης».

  1. - Χτες το Ακάνθους ήταν κηδεία, αλλά παρ' όλα αυτά ο Θοδωρής άνοιξε σαμπάνια.
    - Τι κυρίζι που είναι ώρες-ώρες...

  2. (τσεκάροντας το διπλανό τραπέζι)
    - Καλά ρε μαλάκα, αυτά τα κυρίζια ήρθαν αντροπαρέα τραπέζι στη Βίσση;
    - Ναι ρε, και πήραν και Haig τα κυρίζια.

  3. - Αγόρασα μια γαμάτη μπλούζα Sisley και... (διακόπτεται απότομα)
    - Ρε, Sisley φοράνε μόνο τα κυρίζια.

Καϊλας Βασιλάκης (από notheitis, 17/05/10)"Τη μαμά κι αν βρίζει, μια ζωή θα είναι πάντοτε κυρίζι." (από Cunning Linguist, 12/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία