Καλντάω - καλντίζω = κουράζομαι

Μεταφορικά: παραιτούμαι από κάτι, ψόφιος στην κούραση.

Αόριστος: εκάλντησα.

  1. Ρε τι δουλειά πάτησα, στο τέλος όμως εκάλντησα.

  2. Μη καλντίζουτε ρεεεε, δε μας πήρε η νύχτα ακόμα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία