Καλντάω - καλντίζω = κουράζομαι
Μεταφορικά: παραιτούμαι από κάτι, ψόφιος στην κούραση.
Αόριστος: εκάλντησα.
Ρε τι δουλειά πάτησα, στο τέλος όμως εκάλντησα.
Μη καλντίζουτε ρεεεε, δε μας πήρε η νύχτα ακόμα!
Καλντάω - καλντίζω = κουράζομαι
Μεταφορικά: παραιτούμαι από κάτι, ψόφιος στην κούραση.
Αόριστος: εκάλντησα.
Ρε τι δουλειά πάτησα, στο τέλος όμως εκάλντησα.
Μη καλντίζουτε ρεεεε, δε μας πήρε η νύχτα ακόμα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!