Tράκο σημαίνει το χτύπημα. Eπίσης σημαίνει το τρακάρισμα με αυτοκίνητο ή μηχανή. Mερικές φορές σημαίνει «η σοβαρή προσπάθεια για να πετύχουμε κάτι».

Eκφράσεις συνηθισμένες είναι :
-Tου έδωσα ένα τράκο.
-Tου έριξα ένα τράκο,
-Έφαγα ένα τράκο.
-(Χρήση ως παρατσούκλι) Ο μήτσιοτράκος.

-Άντε, παμε να του δώσουμε ένα τράκο και θα δούμε τι θα βγει (πάμε να κάνουμε μια προσπάθεια και θα δούμε)

-Εχθές που ερχόμουν απο Κηφισίας, ένα αυτοκίνητο δε πρόλαβε να φρενάρει και έριξε ένα τράκο στο μπροστινό, που να ειδής...

-Ο Νίκος έφαγε ένα τράκο με το μηχανάκι, πού να στα λέω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία