Είναι το πρωτοχρονιάτικο δώρο, ο μπουναμάς, που δίνουν οι νονοί στά βαφτιστήρια, σύμφωνα με τη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Ετυμολογία από το λατινικό strena (στα λατινικά σημαίνει αίσιος οιωνός, αλλά και δώρο της πρωτοχρονιάς, ή «επινομίς» όπως το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες -κοινώς μπουναμάς). Η ονομασία στρίνα διασώθηκε μέχρι σήμερα κατά τόπους, όπως στη Σύμη, μπουλιστρίνα, (από το «καλή strena», bona strena), στη Νίσυρο, μπουλουστρίνα και στην Κύπρο πουλουστρίνα από εδώ. Τη λέξη τη βρίσκουμε και στην Κέρκυρα εδώ.

Μη κανονίσεις τίποτα γι' αύριο. Θα πάμε τη στρίνα στη φιλιότσα μου.

Το ρήμα είναι στρινιάζω, αλλά δεν πολυχρησιμοποιείται, γιατί έχει αποκτήσει και δεύτερη σημασία (μεταφορική), που σημαίνει «δέρνω, ξυλοφορτώνω».

Πήε να μου κάνει το καμπόσο και τόνε στρίνιασα.

φιλιότσος

Ο φιλιότσος/-α, από την ιταλική λέξη figlio και το υποκοριστικό της, figliozzo, είναι το βαφτιστήρι, ο αναδεξιμιός/-ά.

Θα κάνω κέφι όσο μπορώ
κουράγιο άλλο τόσο
για του φιλιότσου μου το γιό
του γιού μου το φιλιότσο.

Το παραπάνω τετράστιχο είναι από τα «παινέματα» που τραγουδούν στα γλέντια, μετά τα βαφτίσια. Τα περισσότερα είναι αυτοσχέδια και φτιάχνονται πάνω στο κέφι της στιγμής. Το παραπάνω δείχνει πως οι κουμπαριές περνούσαν από πατέρα σε γιό.

σύδεκνος

Το (γλωσσικά) περίεργο είναι ότι, ενώ όλοι οι παραπάνω όροι, που σχετίζονται με την «αναδοχή», έχουν ιταλική προέλευση, για τον «ανάδοχο» χρησιμοποιείται η ελληνική (ελαφρώς παρεφθαρμένη) σύδεκνος/συδέκνισσα (από το ευρύτατα διαδεδομένο σύντεκνος) και όχι το κουμπάρος που χρησιμοποιείται μόνο για το γάμο.

Ήτανε ούλοι εκεί: Ο κουμπάρος ο Γιάννης με την κουμπάρα τη Φρόσω, ο σύδεκνος ο Πιπέρης με τη συδέκνισσα την Ανεζιώ και η συδέκνισσά μου η Αννουσιώ, η χήρα. Μονάχη η καημένη.

Το όνομα Πιπέρης (αρκετά συνηθισμένο στο νησί) πιθανώς προέρχεται από τα ιταλικά και συγκεκριμένα από το υποκοριστικό Pipo του Filippo (Φίλιππος). Το Ανεζιώ προέρχεται από το επίσης ιταλικό Agnese (Αγνή), ενώ το Αννουσιώ από το Άννα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία