Άτομο που επιδίδεται συχνά στην πράξη του σάπινγκ.
Ο τύπος την άραξε σε μιά καρέκλα σε όλο το γλέντι και δεν κουνήθηκε καθόλου. Μιλάμε για τεράστιο σάπιλ..
Συνώνυμα
σαπίδι, το
Άτομο που επιδίδεται συχνά στην πράξη του σάπινγκ.
Ο τύπος την άραξε σε μιά καρέκλα σε όλο το γλέντι και δεν κουνήθηκε καθόλου. Μιλάμε για τεράστιο σάπιλ..
σαπίδι, το
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία