Το ρήμα λακάω ή λακίζω σημαίνει, ότι απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο.

Προέλευσης αρχαιοελληνικής [αρχ. λακῶ σκάω - τρέχω].

Προσωπικά το έχω ακούσει στην Πελοπόννησο (άλλη μία ιστορική φράση από εκεί) περιγράφοντας τη φυγή στην οποία τρέπονται τα ζωντανά, πρόβατα κυρίως, όταν αντιλαμβάνονται ανθρώπινη παρουσία.

  1. Αθλητικό σχόλιο στο διαδίκτυο:

Για άλλον πήγαινε, άλλον που δεν περίμενε είδε μαζί του και όπου φύγει-φύγει!! Είδε αυτόν που μετά χαιρέτισε κι αγκάλιασε ο Θανάσης Πολίτης και φιλήθηκε σταυρωτά μαζί του! Για τον άλλο πήγαινε, άλλον είδε και λάκισε! Το θέμα βέβαια, είναι γιατί…

  1. Ρητορικό ερώτημα διαδικτυακού forum:

russo, μήπως λάκισε ο γαμπρός γιατι δεν έδινες καλή προίκα;;;

  1. Έτερο σχόλιο ποδοσφαιρικού blog:

Λάκισε; Είναι πιθανό.
Ισως ο ίδιος έψαχνε αφορμή να φύγει μετά τη διαρροή της
περίφημης παραίτησής του:
αν αυτό συνέβη, δεν μου κάνει εντύπωση, ο Νικολαΐδης δεν δύναται
να λειτουργήσει υπό προθεσμία.
Αυτό που μέρες τώρα με τρώει είναι από πού λάκισε.
Συγχωρήστε μου την αδυναμία, αλλά δεν βλέπω και τίποτα που να μοιάζει σπουδαίο στον χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία