1. Όταν ένας άνθρωπος είναι ψυχικά και σωματικά εξασθενημένος συνήθως λέει βαράω φρίκες, ενέσεις, διάλυση κ.ά. Με λίγα λόγια βαριέται και μαλακίζεται ενοχλώντας όσους είναι γύρω του.

  2. Ενώ σε άλλες εκφράσεις μπορεί να εννοεί την μεγάλη ηλιθιότητα που διακατέχει ένα άτομο σε κάποια χρονική στιγμή.

  1. Σε πανεπιστήμια:
    - Επόμενη ώρα τι έχουμε ρε συ;
    - Ανθρωπολογία ρε τρελέ.
    - Πο γαμώ το κέρατο, δεν αντέχω ρε, βαράω φρίκες.

  2. Σε έναν δημόσιο χώρο το άτομο Β πετάει εν αγνοία του το φραπέ που είχε αφήσει το άτομο Α λίγο πιο πέρα απ το τραπέζι του με σκοπό να το πιει αργότερα.
    Α: Όπα ρε μεγάλε, τον καφέ γιατι τον πέταξες;
    Β: Δικός σου ήταν ρε ψηλέ;!
    Α: Καλά δικέ μου, βαράς φρίκες σήμερα, άσ' το.

Σύγκρινε: φρικάρω, τρώω φρίκη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άντρας που έχει εγκαταλείψει τελείως τις σεξουαλικές προτιμήσεις του και συνάπτει δεσμούς (σύντομους) με όποιο θηλυκό του κάτσει πρώτο.

- Καλά ρε είδες τη γκόμενα του Γιάννη;!
- Μα καλά, γκόμενα είναι αυτή ή φάλαινα;
- Χαχα δίκιο εχεις, ρε το σαβουρογαμιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποδηλώνει την έντονη σεξουαλική διάθεση ενός θηλυκού στο χώρο ανάλογα με το ντύσιμό της, τη γλώσσα του σώματός της κλπ.

- Ποποο φίλε, πάρε κωλαράκι στα δεξιά!!
- Αμάν πώς ήρθε έτσι αυτή καλέ, όλα έξω τα 'χει.
- Άσε, φίλε, ψάχνεται το μωρό μου φαίνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία