Κι αυτό τι είναι;
Κλάπα ή χλάπα ή χλαπάτσα λέγεται και το ευμεγέθες μπάλωμα ή τσόντα σε διάφορες τεχνικές και κατασκευές (από ραφτική μέχρι οικοδομή, σιδηρουργία κλπ). Αναρωτιέμαι αν υπάρχει συγγένεια, όπως να έγινε άηχο το αρχικό σύμφωνο, μιάς και πρόκειται για το ίδιο πράμα.
Υπάρχει το από τα Λιντλ
Από πού βγαίνει;
Όταν ρώτησα το πόθεν, μου είπαν από το (ατελείωτο ενίοτε) "τερερεμ" της λειτουργίας των Χριστουγέννων (νομίζω).
(για ζευγάρι που τσακώνεται άδεια ώρα δι ασήμαντον αφορμήν)
-Το παίρνουν γινατινά και κάνουν δυο μέρες να μιλήσουν.
- Πιο καλά δε λες, που αυτές τις δυο μέρες δεν τσακώνονται.
Υπάρχει (στη Χίο αλλά σε φθίνουσα χρήση) και το ρήμα "τερερίζω" (πολύ) για όποιον το παρατραβά, εξαντλώντας ένα θέμα ή κωλυσιεργώντας, δοκιμάζοντας έτσι την υπομονή των άλλων.
πχ
-Για το θέμα των μισθών πρέπει να πούμε ότι ... μπλα μπλα μπλα μπλα. Ο Πλάτων μεταξύ άλλων μπλα μπλα μπλα
- Πολύ το τερερίζεις μάστορα, μπες στην ουσία ( και μας τά 'πρηξες )
Ή
-Πολύ το τερερίζουν με το νομοσχέδιο για την προφύλαξη στη συγκεκαυμένη ζώνη. Το εξήγγειλαν το '15 κι ακόμα είναι προς μελέτη.
- Άσε θα το κατεβάσουν παραμονές εκλογών
Το θυμάμαι από τα παιδικάτα μου στη γειτονιά. (Από την εποχή που είχε γειτονιές και τα παιδιά παίζανε στο δρόμο ή σε τίποτα αλάνες)
Κι αυτό κοινότατο κι ως τώρα αθησαύριστο
Και επί ελληνικού εδάφους λένε τσόπερ τα custom. (πχ λέει το τσόπερ μου και σου δείχνει ένα Virago)
Πώς από το πέτασμα φτάσαμε στο μαστραπά;
Ενώ από τον κανονικό Παρθενώνα είχες κοτζάμ βράχο στη διάθεσή σου. Αυτά τα ιμιτασιόν...
Πρέπει να είναι από τις αρχαιόπληκτες εκφράσεις του ΠΝ που πέρασαν σε αργκοτική χρήση
(Πίνοντας φραπέ στο "Πάρε Δώσε")
Στο Λεξικό Ιδιωματισμών Επανωμής http://idiomatismoi12345.blogspot.gr/2010/08/blog-post_3292.html λέει:
μουνίκακας (ου) : α. ο ρομαντικός, β. ειρων. ο αφηρημένος από έρωτα, γ. αυτός που ενώ προσπαθεί δεν έχει ερωτικές επιτυχίες.
αγγλιστί (κατά το slangopedia https://slangopedia.wordpress.com/2016/01/29/%CE%BC-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%AC-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%AC-%CE%BC%CF%89%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B9/)
μουνίκακας: (moon-EE-cack-ass) horrible person, jerk; literally; “pussy-kaka”
(τον ήπια τον φραπέ, τη γκάνω γιατί ο αιδοιόκοπρος βρώμησε πιά κι έβαλε και ψύχρα)
Η Πυρίτιδα κοινώς μπαρούτι, αποτελεί μείγμα άνθρακα, θείου και νίτρου, λέει η Βίκη. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%85%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B9%CE%B4%CE%B1
Το "δύσκολο" να βρεθεί υλικό ήταν το νίτρο (εν προκειμένω, νιτρικό κάλιο).
από το http://arcadia.ceid.upatras.gr/psari-hereas/barouti.htm αντιγράφω:
το μόνο νιτροφόρο υλικό που εκμεταλλεύτηκαν οι Δημητσανίται ήταν η παλιά κοπριά η ευρισκομένη στα σπήλαια που ξεχείμαζαν τα γιδοπρόβατα . Την κοπριά διυλίζοντας , έπαιρναν το νίτρο το οποίο ονόμαζαν << βοτάνι >> του μπαρουτιού και το πωλούσαν σε πολύ υψηλές τιμές στους Τούρκους .
Όπως σε όλους τους χώρους "υγειονομικού ενδιαφέροντος", υπάρχουν εμφανώς αναρτημένες πινακίδες "Νο σμόκινγκ αρεά"