Με κάθε ευκαιρία, μόλις ή όποτε βρεθεί χρόνος, συνεχώς αλλά χωρίς σοβαρή ή προφανή αιτία.

  1. - Η γυναίκα μου, άδεια ώρα με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά, για να μου πει μαλακίες. Στις 9, θα πάω λέει στο σούπερ μάρκετ. Πόσα αυγά να πάρω; Στις εννιάμιση, να πάρω ψωμί; Στις 10 και τέταρτο, ο σκύλος έχει ανησυχίες... Λες και δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω, μόνο να ασχολούμαι με ό,τι της καυλώσει... Έχει γίνει και θέμα συζήτησης και δε γουστάρω...
    - Σ' αγαπάει και θέλει να σε ακούει.
    - Αρχίδια! Να τσεκάρει αν είμαι στη δουλειά θέλει...

  2. Αυτοί οι μπινέδες άδεια ώρα φόρους βάζουνε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Όμορφη κουβέντα. Πού το άκουσες, Αθήνα;

#2
dryhammer

Χίο... όπου χρησιμοποιείται και τό αδειάζω