Όχι «με κεράσι», λ.χ. «παγωτό/ γιαούρτι/ χυμός με κεράσι», αλλά το κερασμένο, το δωρεάν, το τζάμπα, από το «κερνάω» ειπωμένο με σπαστά ελληνικά. Από φράση ανέκδοτου που αυτονομήθηκε.

Το ανέκδοτο: Ένας ξένος πάει στον περιπτερά και του ζητάει «θέλω ένα παγωτό με κεράσι». Του δείχνει ο περιπτεράς, κι ο ξένος το παίρνει και φεύγει χωρίς να πληρώσει. Του φωνάζει ο περιπτεράς κι ο ξένος απαντά: «Εγώ αύριο σε κεράσει».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
ο αυτοκτονημενος

αλβανοφονη προφορα βλεπω