Όταν κάποιος αμολάει μαλακίες με την σέσουλα, δηλαδή χωρίς μέτρο. Καλούμπα καλείται το κουβάρι του σπάγκου που χρησιμοποιούμε στον αετό που πετάμε την Καθαρά Δευτέρα.

Την καλούμπα συναντάμε και σε τραγούδι («Αμόλα καλούμπα Κούλα, αμόλα καλού-κακού») με την έννοια «δίνε του γρήγορα Κούλα, κινδυνεύεις».

Καλά ρε αυτός αμολάει τις μαλακιές με την καλούμπα!

Βλ. επίσης αμόλα καλούμπα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Kαι τα καλά ούμπαλα--->καλούμπαλα