Ρήμα στην προστακτική. Σημαίνει «όρμα», αλλά για σεξουαλικό σκοπό.

Το ρήμα πάει ως εξής:

Εγώ μουρντώ
Εσύ μουρντάς
Αυτός μουρντά
Εμείς μουρντάμε
Εσείς μουρντάτε
Αυτοί μουρντάνε

-Το είδες αυτό; Η Μαιρούλα μου έκλεισε το μάτι!
-Ε και τι περιμένεις; Μούρντα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

Μουρντάω - ώ
εμούρντων
μουρντήσω
εμούρντησα
μεμούρντηκα
εμεμουρντήκειν

#2
poniroskylo

Δεν το έχω ξανακούσει το μουρντάω. Αντιθέτως, είναι σχετικά κοινό το μουντάρω ή μουντέρνω που, ακριβώς, σημαίνει ορμάω, χυμάω, επιτίθεμαι.

Σε ό,τι αφορά τις ετυμολογίες, η λέξη μουρντάρης είναι από το τούρκικο murdar που επίσης σημαίνει βρώμικος ενώ το μουντάρω προέρχεται από το ιταλικό montare που σημαίνει ανεβαίνω, καβαλάω - και στα αγγλικά ο επιβήτορας mounts τη φοράδα. Βασικά, δε νομίζω ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στον μουρντάρη και το μουντάρω

#3
vikar

Πιθανά να μπλέχτηκαν οι δύο ρίζες. Δέν τό 'χω ακούσει πάντως το μούρντα.