Αναφέρεται σε μία πράξη, η οποία είναι ελαφρώς παράτυπη στον στρατό και συνήθως γίνεται από έναν οπλίτη που πλησιάζει η απόλυσή του. Συνήθως αφορά την εμφάνιση του οπλίτη, ή την εκτέλεση παραγγελμάτων, και θα μπορούσε να υποπέσει σε πειθαρχικό έλεγχο με μικρές ποινές (γεγονός που αφήνει αδιάφορο τον φαντάρο που απολύεται).

Επίσης, λέλα είναι μια «ασθένεια» που επηρεάζει τον απολυόμενο στρατιώτη, και τον οδηγεί σε πράξεις σαν αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω.

  1. (Οπλίτης φορά στραβά το τζόκεϋ, και ο λοχαγός το αντιλαμβάνεται)

- Τι έγινε Πουλόπουλε; Απολύεσαι σε 2 μήνες και άρχισες τις λέλες; 2Κ από μένα για να με θυμάσαι!

  1. - Ρε κοίτα τον Ανδρέου, έχει κάτσει χύμα στη σκοπιά χωρίς το κράνος!
    - Άστον ρε συ... τον έχει χτυπήσει η λέλα κατακούτελα.

(από johnblack, 31/07/09)

Δες επίσης και λελέ, λελεδόνια, λελεδώνα, Λελέμβριος, λελέφας, απολελέ, τρελελέ, απολελέ και τρελελέ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Η Καραγιάννη;