Βλ. κακομοίρογλου. Ο όρος προέρχεται από φαγητό της μικρασιατικής κουζίνας. Οι συνδηλώσεις με παλιές, ένδοξες λέξεις όπως «κιοτής» είναι αναπόφευκτες, ενώ για την κατάληξη «-ογλου» βλ. κακομοίρογλου.

- Πάλι θα πας για σουβλάκια με τον Ιορδάνη;
- Ναι, έλα μαζί άμα θες.
- Ούτε με σφαίρες, ρε. Δεν τον αντέχω τον κιόπογλου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Κιοπέκ (<Κιοπέογλου) δεν είναι το σκυλί στα τούρκικα;

#2
HODJAS

Κιοπέκογλου θα πεί σαλαλαμπίτσ...

#3
jesus

καχπέ δεν είναι η πουτάνα στα τούρκικα; νομίζω στους μικρασιάτες, αν όχι κ στους τούρκους, παίζει-έπαιζε η φράση «αϊντίνκαχπε»= πουτάνα απ' τ' αϊδίνι.

#4
MXΣ

kahpe
vulg.
1. harlot, whore, prostitute.
2. double-crossing; backstabbing.

kahpenin dölü vulg. son of a bitch.