α) Η έχουσα κάτασπρον τον κώλο, σα να έχει καθίσει πάνω στο τσουβάλι με το αλεύρι, δηλώνουσα τον τρυφερό, άσπρο, αδούλευτο, απαίδευτο κώλο, ως εύφημη μνεία και κοπλιμέντο, ενώ β) κατά νεωτέραν θεωρίαν ο όρος αλευροκώλα χρησιμοποιείται αντί του ζυμαροκώλα και προκειμένου να αποφευχθεί συνειρμός με την λέξη κόλλα (ζυμαρόκολλα), οπότε και την χρησιμοποιούν θέλοντας να δηλώσουν την έχουσα μαλακή και πλαδαρίζουσα ωσάν ζυμάρι από αλεύρι κωλάραν, και έχει απαξιωτικόν χαρακτήρα.

  1. Στην παραλία, ενώ δυο φίλοι βλέπουν μια γερμανίδα κουκλάρα με στρινγκ μαγιό να ηλιοθεραπίζεται, λέει ο ένας στον άλλον: «Πω-πω, μια αλευροκώλα... Γάλα η κωλάρα της...»

  2. Οι ίδιοι ως άνω φίλοι παρατηρούντες τα ωσάν τον ζελέ τρεμάμενα οπίσθια μιας παίκτριας τένις: «Ρε συ κοίτα μια αλευροκώλα... Ζελέ ο πάτος της...»

(από Khan, 27/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία