μπαμπακοίτας, -α (ο, η)
Λέξη ιδιαίτερα δημοφιλής στη νηπιακή - καλοκαιρινή πιάτσα, που όχι μόνο χαρακτηρίζει μια ιδιάζουσα ηχορύπανση, αλλά και τον ίδιο τον ηχορυπαντή.
Παίρνει γένος τόσο αρσενικό, όσο και θηλυκό, ανάλογα αν αυτός ή αυτή που τη προφέρει, είναι αγοράκι ή κοριτσάκι.
Αποτελεί συντόμευση της κραυγής «Μπαμπά, κοίτα!», διαδεδομένη τους καυτούς μονάχα μήνες, σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη των ελληνικών παραλιών.
- Μπαμπααά...!!! Κοίτα, βουτιά!
- Κοιτάω παιδί μου...
- Κοίτα μπαμπά, κάνω βουτιά!
- Κοιτάω, γαμώτο!
- Μπαμπά κοίτα! Μπαμπά κοίτα! Μπαμπακοίτα, μπαμπακοίτα, μπαμπακοίτα....!!!
0 σχόλια