Αυτός /-ή που κάνει ανώριμες, χαζές και τρελές κινήσεις. Καταστάσεις που δεν στέκουν. Ο ό,τι νά 'ναι τύπος, ο εκτός τόπου και χρόνου (για ενέργειες χρησιμοποιείται το «παρλιακομάρες»).

Τάκης: Ρε κολέα, καλά αυτή η Καίτη πώς χορεύει έτσι;;; Μουρλό είναι;;;; Τι έχει πάθει;;;
Ανδρεάς: Έλα μωρέ Τάκη, παρλιακό είναι, παρλιακομάρες κάνει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Ίσως από την πάρλα, δηλ. την φλύαρη ομιλία.