Άτυπη συγγένεια, σε αντιδιαστολή με την εξ' αίματος, η οποία εντοπίζεται συνήθως σε σχέσεις θείου - (και καλά) ανεψιάς, θείας - (τάχαμου) ανεψιού και άλλων μακρινών και αδιευκρίνιστων συγγενειών, τύπου «η μοναχοκόρη της κουνιάδας της μακαρίτισσας της Τασίας του καντηλανάφτη, που ήτανε μικρανεψιά του γαμπρού μου του Νώντα, ξέρεις του άντρα της Πατούλας της νυχούς, συμπέθερου της θείας Μαρίτσας». Επίσης, στις περιπτώσεις αυτές, ο κόσμος το 'χει τούμπανο και ο θειός κρυφό καμάρι.

- Ήρθε πάλι σήμερα από το γραφείο η ανιψούλα του κ. Παπαρίδη..
- Ναι... ανεψιά εκ σπέρματος...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Στην ξαδέρφη και την θεία,
το γαμήσι πάει ευθεία,
στην ξαδέρφη και την θειά,
πάει πάντα πιο βαθιά.