Κυριολεκτικά, τραμπάκουλο: το ογκώδες και αργό ιστιοφόρο.

Μεταφορικά αν πούμε παθαίνω τραμπάκουλο θα πει ότι ταράζομαι, τρώω πακέτο, παθαίνω ζημιά.

Λέξη ιταλικής προελεύσεως από το trabaccolo

- Βγήκατε τελικά με εκείνα μουνιά χθες;
- Δε σε είπανε οι άλλοι τι έγινε ρε; Ήταν κάτι μοσχάρια και οι τρεις, η μία πιο άσχημη απο την άλλη! Πάθαμε μεγάλο τραμπάκουλο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Dirty Talking

Και γενικότερα το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.

#2
poniroskylo

Μμμμ... ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη. Αλλά, το ψυχικό τραλαλά είναι έπαθα ταράκουλο, νο;

#3
Galadriel

Υποθέτω ότι όταν περιγράφει κανείς το ψυχικό τραλαλά παίζει να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε απ' αυτές τις ακούγομαι-τρομερή-χωρίς-ιδιαίτερη-σημασία λέξεις, τι τραμπάκουλο, τι ταράκουλο, τι φρίκουλο κλπ...

#4
Επισκέπτης

  • ψυχοπνευματικός ντουβρουτζάς
#5
TheObserver

Η πιο δημοφιλής χρήση του όρου είναι στη φράση: "Τί τραμπάκουλο ήταν αυτό!" Εννοώντας τί σοκ, τι δυσάρεστη έκπληξη.