Κυριολεκτικά, το κρέας (κόκκινο αυστηρά, ποτέ ψάρι ή κοτόπουλο) που είναι συνήθως ψημένο στα κάρβουνα μόνο με το λίπος του. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το «κρέας» που πρέπει να προσθέσει στο σώμα του ένας ελλιποβαρής άνθρωπος για να φτάσει σε κανονικά επίπεδα.

  1. Φέρε λίγο τσιτσί να φάμε ρε μάστορα.

  2. Μάνα στο γιο της:
    -Βάλε λιγο τσιτσί πάνω σου ρε αγοράκι μου. Μισός έχεις μείνει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
PUNKELISD

Μωρουδίστικα είναι θαρρώ (όπως πιπί=τσίσα=ούρα, λολό=νερό, τουτού=αυτοκίνητο, παπά=παπούτσια, μιμί=τραύμα, λιλί=...πουλί κ.α.).

#2
deinosavros

Γουστάρω μωρουδίστικη σλανγκ. Ρε μάνα, τσάκω δυό μπιμπερόνια καθαρά και περιποιημένα, και βγάλε και κάνα γκερμπεράκι να κολατσίσουν τα κολλητάρια σε φάση.