Κλέπτω, υπεξαιρώ (ακούσια ή εκούσια), συνήθως μικροαντικείμενα.
Μου ζήτησε αναπτήρα η Μαρία, τον κατσίκωσε και τώρα βγήκα εγώ στη γύρα φωτιά.
Μήν αφήνεις τα κλειδιά στο γραφείο, θα στα κατσικώσουν και θα ψάχνεσαι
Κλέπτω, υπεξαιρώ (ακούσια ή εκούσια), συνήθως μικροαντικείμενα.
Μου ζήτησε αναπτήρα η Μαρία, τον κατσίκωσε και τώρα βγήκα εγώ στη γύρα φωτιά.
Μήν αφήνεις τα κλειδιά στο γραφείο, θα στα κατσικώσουν και θα ψάχνεσαι
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
6 σχόλια
Khan
Πώς προκύπτει;
deinosavros
Πιθ. σχετ. με το τουρκ. kacirmak=φυγαδεύω / kacmak = δραπευτεύω. Πρβλ και τους κατσάκηδες = φυγόστρατους που λέει η Δ. Σωτηρίου στα Ματωμένα Χώματα.
Khan
Από εκεί βγαίνει και ο κατσιρμάς, κατσιρματζής; (Ρωτάω κι εγώ σαν παιδί να μάθω)
deinosavros
Ναι παιδί μου.
deinosavros
Κι άμα σου φάει το αντικείμενο και μετά πουλάει τρέλα ότι και καλά δεν ξέρει τίποτα, έχε υπόψη σου ότι kaçık παναπεί φευγάτος /τρελός /βαρεμένος.
deinosavros
Δλδ Χάνκοντα kaçık = μυαλοφυγόδικος (αμέσως να το γουγλίσεις και να το ανεβάσεις :-Ρ )