μπουγιόζικος, -η, -ο

Ο απλόχερος, ο πληθωρικός, αυτός που υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις ή τις ανάγκες.

Assist: Άννα <3.

Η σαντιγύ πάνω στο χαλβά πρέπει να μπουγιόζικη στο μάτι. Αυτό που έβαλες ήταν τσίμα τσίμα, σαν λεκές από γιαούρτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Χρησιμοποιείται και σαν μπουγιόζος-μπουγιόζα.

#2
Khan

Από πού να βγαίνει άραγε;

#3
allivegp

Νά 'ναι κανα τούρκικο, π.χ. buyoz;

#4
deinosavros

Υπάρχει το τουρκ. büyük = μεγάλος. Θα το δω. Ο τριαντά δίνει το μπούγιο πιθ. από το ιταλ. buio = σκοτάδι.